- πολυέραστος
- πολυέραστοςmuch-lovedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek
πολυέραστον — πολυέραστος much loved masc/fem acc sg πολυέραστος much loved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεραστότατος — πολυέραστος much loved masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεράστου — πολυέραστος much loved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυέραστε — πολυέραστος much loved masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
многорачительный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. πολυεράστος) весьма вожделенный, многолюбивый … Словарь церковнославянского языка
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυερώμενος — ον, Μ πολυέραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρώμενος (< ἐρῶ)] … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՀԱՃՈՅ — ( ) NBH 1 408 Chronological Sequence: Early classical ա. πολυέραστος valde amabilis Հաճելի, եւ սիրելի յոյժ. *Հարստութիւն՝ անհաւատ սիրելի ... բազմահաճոյ խաբողն. Ոսկ. սղ. ՟Լ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)